Ροδος Ιστορια

Το τέταρτο σε μέγεθος ελληνικό νησί -μετά την Κρήτη, την Εύβοια και τη Λέσβο-, με ατελείωτα χιλιόμετρα παραλιών και πευκόφυτα βουνά, ορεινά χωριά, αρχαιολογικούς χώρους και μεσαιωνική πόλη μοναδικής ομορφιάς, προσελκύει πάνω από ένα εκατομμύριο τουρίστες κάθε χρόνο.
Είναι το μεγαλύτερο νησί του συμπλέγματος των Δωδεκανήσων με έκταση 1.398 τ. χλμ., μήκος ακτών 220 χλμ. και πληθυσμό 120.000 κατοίκους. Κατοικήθηκε την προϊστορική εποχή και άκμασε τη μυκηναϊκή. Ιδιαίτερη ακμή γνώρισε τον 4ο αι. π.Χ., όταν υψώθηκε ο περίφημος Κολοσσός, έργο του Λίνδιου Χάρη, μαθητή του Λυσίππου. Μετά τον καταστροφικό σεισμό του 155 μ.Χ., γνώρισε αρκετούς κατακτητές (Πέρσες, Άραβες, Σαρακηνούς αλλά και Σελτζούκους). Το 1309 εγκαταστάθηκαν στο νησί οι Ιωαννίτες Ιππότες, οι οποίοι ανακαίνισαν το κάστρο με μια μοναδική στην Ευρώπη οχύρωση. Αποτέλεσε την έδρα τους ως το 1522, για να πέσει έπειτα από σκληρούς αγώνες κατακτήθηκε από τους Τούρκους. Το 1912 πέρασε στους Ιταλούς και το 1948 ενσωματώθηκε, μαζί με τα υπόλοιπα Δωδεκάνησα, στην ελληνική επικράτεια.
Σύμφωνα με το μύθο, το νησί πήρε το όνομά του από τη Ρόδο, την κόρη της Αμφιτρίτης και του Ποσειδώνα. Στην αρχαιότητα ήταν γνωστή και με τα ονόματα Οφιούσα, Σταδία, Τελχηνίδα, Αιθραία, Αταβυρία. Ο μύθος αναφέρει ότι πρώτοι κάτοικοί της ήταν οι Τελχήνες, οι οποίοι ήταν πολύ καλοί τεχνίτες και επεξεργάζονταν το χαλκό. Ο βασιλιάς της, ο Τληπτόλεμος πήρε μέρος στον τρωϊκό πόλεμο.
Στο νησί κατοίκησαν οι Κάρες που ήλθαν από τις μικρασιατικές ακτές, οι Φοίνικες, οι Μινωίτες (1.500 π.Χ) και αργότερα οι Δωριείς (1.100 π.Χ) που ίδρυσαν τις τρεις μεγάλες πόλεις του νησιού, την Ιαλυσό, την Κάμιρο και τη Λίνδο. Τον 7ο π.Χ αιώνα οι τρεις πόλεις του νησιού μαζί με την Κω, την Κνίδο και την Αλικαρνασσό δημιούργησαν τη Δωρική Αμφικτιονία, τη Δωρική Εξάπολη με έδρα το ιερό του Απόλλωνα στην Κνίδο. Το 408 π.Χ με απόφαση των τριών πόλεων (Ιαλυσός, Κάμιρος, Λίνδος) ιδρύεται η πόλη της Ρόδου. Χτίζεται σύμφωνα με το ιπποδάμειο ρυμοτομικό σχέδιο και γεμίζει με λαμπρούς ναούς και οικοδομήματα. Η Ρόδος εξελίσσεται σε σημαντική εμπορική και ναυτική δύναμη.
Την περίοδο των ελληνιστικών χρόνων, η άρνησή της να συμμαχήσει με τον Αντίγονο κατά του Πτολεμαίου Α’ της Αιγύπτου, προκαλεί τον Μακεδόνα ηγεμόνα. Ο γιος του, ο Δημήτριος ο Πολιορκητής, πολιόρκησε το 305 π.Χ. τη Ρόδο. Δεν κατόρθωσε όμως να την καταλάβει και αποχώρησε το επόμενο έτος. Τότε οι Ροδίτες σε ένδειξη ευγνωμοσύνης για τη νίκη τους κατασκεύασαν ένα άγαλμα προς τιμήν του Θεού Ήλιου. Το έργο ανέλαβε ο γλύπτης Χάρης, από τη Λίνδο, που ήταν μαθητής του περίφημου γλύπτη Λύσιππου. Το άγαλμα, που θεωρήθηκε ένα από τα Επτά Θαύματα του Κόσμου, ολοκληρώθηκε σε 12 χρόνια. Ήταν φτιαγμένο από χαλκό και το ύψος του έφθανε τα 31 μέτρα. Τοποθετήθηκε στο λιμάνι της Ρόδου, όπου παρέμεινε για 66 χρόνια. Κατέρρευσε στο μεγάλο σεισμό του 226 π.Χ καταπλακώνοντας πολλά σπίτια.( Τα κομμάτια του παρέμεναν για αιώνες εκεί που είχαν πέσει, έως ότου διαλύθηκαν και πουλήθηκαν για το μέταλλό τους από τους Άραβες το 653 μ.Χ.)
Στα χρόνια του Βυζαντίου η Ρόδος ανήκε στο θέμα των Κιβυρραιωτών. Επλήγη από μεγάλους σεισμούς, το 344 και το 515 μ.Χ. Δέχτηκε συνεχείς επιδρομές, από Πέρσες, Άραβες, Σελτζούκους και Σαρακηνούς. Το 1275 μ.Χ. το νησί παραχωρήθηκε από τους Βυζαντινούς, ως τιμάριο σε διάφορους Γενουάτες ηγεμόνες ώσπου το 1306 μ.Χ. ένας από αυτούς, ο Vignolo di Vignoli, το πούλησε στους Ιππότες του Τάγματος του Αγίου Ιωάννη.
Με την εγκατάσταση των Ιωαννιτών Ιπποτών η Ρόδος έγινε και πάλι οικονομικό και εμπορικό κέντρο για όλη τη Μεσόγειο γνωρίζοντας νέα περίοδο ακμής.
Το 1522, με την παρουσία του ίδιου του Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπούς οι Οθωμανοί πολιόρκησαν ξανά τη Ρόδο. Οι Ιωαννίτες που αντελήφθησαν ότι δεν θα μπορούσαν να αντιμετωπίσουν τις δυνάμεις των εχθρών, συνθηκολόγησαν και εγκατέλειψαν το νησί.
Όταν ξέσπασε στην Ελλάδα η επανάσταση του 1821, το νησί που ήταν έδρα βιλαετιού και βάση των στρατευμάτων της περιοχής, δεν μπόρεσε να λάβει μέρος, πολλοί όμως Ροδίτες βοήθησαν στον αγώνα. Το 1912 τα Δωδεκάνησα –και η Ρόδος– καταλήφθηκαν από τους Ιταλούς, στο πλαίσιο του Ιταλοτουρκικού πολέμου για τη Λιβύη. Την εποχή της ιταλοκρατίας χτίστηκαν πολλά από τα κτίρια που βλέπουμε σήμερα στη Ρόδο και αναπτύχθηκαν τουριστικές μονάδες, ενώ αναστηλώθηκαν τα κτίρια των ιπποτών στην παλιά πόλη. Μετά την παράδοση της Δωδεκανήσου από τους Γερμανούς στους συμμάχους, που υπεγράφη στις 8 Μαΐου 1945 στη Σύμη, ακολούθησε μια περίοδος αγγλικής κυριαρχίας. Τελικά, η Ρόδος μαζί με τα υπόλοιπα Δωδεκάνησα ενσωματώθηκαν στην Ελλάδα στις 7 Μαρτίου 1948.