Αστυπαλαια Ιστορια

Είναι το δυτικότερο νησί του συμπλέγματος των Δωδεκανήσων και βρίσκεται εκεί ακριβώς όπου τα Δωδεκάνησα συναντούν τις Κυκλάδες. Διατηρεί πολλά κυκλαδικά στοιχεία στο τοπίο και την αρχιτεκτονική της κι αυτός είναι και ο λόγος που χαρακτηρίζεται ως «το μοναδικό Κυκλαδονήσι των Δωδεκανήσων»
Η Αστυπάλαια χωρίζεται στο Μέσα (δυτικό τμήμα) και το Έξω Νησί (ανατολικό τμήμα). Έχει έκταση 97 τ. χλμ., μήκος ακτών 110 χλμ. και πληθυσμό 1.300 κατοίκους.
Η ονομασία της, προέρχεται από την Αστυπάλαια, κόρη του Φοίνικα και της Περιμήδης, ενώ παλαιότερα ονομαζόταν και Ιχθυόεσσα, λόγω των πολλών ψαριών της. Πρωτοκατοικήθηκε τα προϊστορικά χρόνια, ενώ μετά το 1204 περιήλθε στους Βενετούς και κυρίως στην οικογένεια Γκουερίνι - με εξαίρεση ένα μικρό διάστημα κατά το οποίο ανήκε στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία (1269-1310). Οι Γκουερίνι έμειναν κύριοι του νησιού μέχρι το 1537, όταν κατακτήθηκε από τους Τούρκους. Όπως όλα τα Δωδεκάνησα, παρέμεινε υπό τουρκική κυριαρχία έως το 1912 και στη συνέχεια πέρασε στα χέρια Ιταλών, Βρετανών και Γερμανών, για να ενωθεί με την Ελλάδα το 1948. Συνδέεται ακτοπλοϊκά με τα λιμάνια του Πειραιά και της Καλύμνου και αεροπορικά με την Αθήνα και τη Ρόδο.
Σύμφωνα με την αρχαία παράδοση, το νησί πήρε το όνομά του από την Αστυπάλαια, την αδελφή της Ευρώπης και μητέρα του Μίνωα. Τα πρώτα ίχνη ανθρώπινης παρουσίας παραπέμπουν στα προϊστορικά χρόνια, αλλά γνώρισε την ακμή του κυρίως τη μυκηναϊκή εποχή. Οι Ρωμαίοι το χρησιμοποίησαν ως ορμητήριο εναντίον των πειρατών, ενώ οι Ενετοί υπό τους Γκουερίνι την οχύρωσαν χτίζοντας το Κάστρο στο λόφο της Χώρας, στην ίδια θέση που προϋπήρχε το βυζαντινό οχυρό και, παλαιότερα, η αρχαία ακρόπολη. Το 1540 κατέλαβαν το νησί οι Τούρκοι, από τους οποίους παρέλαβαν το 1912 «τη σκυτάλη» οι Ιταλοί. Η Αστυπάλαια απελευθερώθηκε το 1948, μαζί με τα άλλα Δωδεκάνησα.